- αιμοστατικά
- ταβλ. αιμοστατικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμοστατικά φάρμακα — Φάρμακα που προκαλούν ή υποβοηθούν τη διακοπή μιας αιμορραγίας. Διακρίνονται σε α.φ. για τοπική χρήση (δηλαδή πάνω στην εστία που αιμορραγεί) και σε α.φ. για γενική ή συστηματική χρήση. Τοπικά είναι ο σπόγγος ζελατίνης, η οξειδωμένη κυτταρίνη, η… … Dictionary of Greek
αιμοστατικός — ή, ό (Α αἱμοστατικός, ή, ὸν) Ιατρ. κάθε μέσο ή ενέργεια που εφαρμόζεται για το σταμάτημα μιας αιμορραγίας, π.χ. αιμοστατικά φάρμακα, αιμοστατικές λαβίδες, αιμοστατική επίδεση (βλ. αιμόσταση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + στατικὸς < στατὸς < ἵστημι … Dictionary of Greek
αιμοστατικός — ή, ό (ιατρ.), αυτός που σταματά την αιμορραγία: Ο γιατρός τού έδωσε αιμοστατικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)